- ρόμι
- το, Νβλ. ρούμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
ρούμι — και ρόμι και ρώμι, το, Ν οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από προϊόντα τού ζαχαροκάλαμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rum πιθ. συγκεκομμένος τ. τού rumbullion, από τη γλώσσα τών ιθαγενών της Μαλαισίας] … Dictionary of Greek